Γράφει ο Φώτης Τσαρούχης
Κάθε 18 του Ιούνη, το Θέρμο έχει λαμπρή και τρανή γιορτή, όπως την απαυγάζει η μνήμη του Ήρωα Νικολάου Σιαλμά.
Κύκλω του μνήματός του στον Αη Δημήτρη, έρχονται ‘κείνη τη μέρα να σταθούν συμπανηγυριστές μας η Γης, η Θάλασσα κι ο Ουρανός, βαστάζοντας ευλαβικά το επιμνημόσυνο κερί της δόξας τους.
Η Γης βαστάει τις γονικές θηλές, στάζουσες το γάλα της αυτοθυσίας και μια φούχτα χώμα, να ραίνει τον τάφο με την ελπίδα της αντάμωσης. «Εγώ του ‘δωκα χώμα αιτωλικό για τα χέρια και τα πόδια και τη ζώσα πνοή», λέει σκύβοντας χαμαί, σπονδή στο άφθαρτο του αντίπερα.
Η Θάλασσα βαστάει τον ηρωικό θάνατο, ‘κείνον που σφραγίζει τη θυσία της αγάπης και τον ξεγυμνώνει απ’ το σκιάχτρο της απειλής του. «Εγώ άπλωσα τα νερά μου, γαλάζια νεκροσέντονα, να τυλίξουν το νεκρό Ήρωα», λέει με δέος και καμάρι.
Ο Ουρανός κάθεται παρέκει, γονατιστός μπροστά σ’ ένα καντήλι, βαστώντας την καρδιά του Ήρωα. Την έχει βαλμένη με προσοχή σ’ ένα σεντούκι από αέρηδες ονείρων, ορμής κι αγώνων. «Εγώ δεν είχα τι να του δώσω.Ντράπηκα όμως έτσι που τον έβλεπα να δίνεται ολόκληρος κι είπα να του δοθώ κι εγώ, όλος. Να πετάει στα σύννεφά μου αναμεσα όποτε θέλει και να ιππεύει τους ανέμους μου όποτε η γλυκιά αγάπη του για τους άλλους -πατρίδα τους ονόμαζε αυτός- σήκωνε τα φτερά του ψηλά, μην και κάνει κανένας και τους βλάψει. Κάθε που τον έβλεπα να μου ‘ρχεται, πάντα του άνοιγα μια στράτα για τον Ήλιο, αν ήθελε να πετάξει ψηλότερα. Αλλ’ αυτός τον Ήλιο τον είχε χορτασμένο και την άφησ’ αυτή τη στράτα για το τελευταίο του πέταγμα, το ηρωικότερο από όλα. Κι έτσι βρέθηκα να ‘χω την καρδιά του• μου την άφησε, αφού όπου ο θησαυρός μας, εκεί κι η καρδιά μας».