Ο Βαγγέλης Μούρτος, καταγόμενος από το Θέρμο, υπήρξε μια από τις ηρωικές μορφές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973.
Κατά την έντονη αντίσταση των φοιτητών ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς, δέχτηκε τρεις σφαίρες στα πόδια, φέροντας για πάντα το βάρος των τραυμάτων του ως απόδειξη της ανυποχώρητης πίστης του στις ιδέες της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Όπως περιγράφει η Ιωάννα Τσώνη, η περίθαλψη του Μούρτου έγινε υπό συνθήκες εξαιρετικής μυστικότητας. Ο πατέρας της, Λάκης Τσώνης, ανέλαβε να φέρει σε επαφή τον τραυματισμένο αγωνιστή με την γιατρό Μ. Μουτάφη, γνωρίζοντας την αφοσίωσή της και την αριστερή της τοποθέτηση. Η επιλογή ενός εχέμυθου γιατρού ήταν ζωτικής σημασίας, καθώς η παραμικρή διαρροή σχετικά με το τραύμα του Μούρτου μπορούσε να έχει επικίνδυνες συνέπειες τόσο για εκείνον όσο και για τους γύρω του.
Ο Βαγγέλης Μούρτος, παρόλο που κουβαλούσε τις μνήμες και τα σωματικά σημάδια της βίας που υπέστη, παρέμεινε αφοσιωμένος στη μνήμη των συντρόφων του. Κάθε χρόνο, την παραμονή της επετείου του Πολυτεχνείου, επισκεπτόταν την Πύλη όπου είχε χυθεί το αίμα των αγωνιστών, αφήνοντας ένα μάτσο κόκκινα γαρύφαλλα και ένα χειρόγραφο σημείωμα με τη συγκινητική φράση: «Στους συναγωνιστές μου που έχυσαν το αίμα τους για τη Δημοκρατία».
Η ζωή του Βαγγέλη Μούρτου τελείωσε πρόωρα σε ηλικία μόλις 42 ετών, λόγω καρδιολογικών προβλημάτων. Παρά τα βάσανα που υπέμεινε, ποτέ δεν επεδίωξε να κεφαλαιοποιήσει τους αγώνες και τις θυσίες του. Η μνήμη του αποτελεί σύμβολο ανιδιοτέλειας και μαχητικότητας, υπενθυμίζοντας σε όλους μας τη σημασία της υπεράσπισης των δημοκρατικών αξιών με κάθε κόστος.
Η ιστορία του Βαγγέλη Μούρτου, όπως έχει καταγραφεί και με αναφορές από την τοπική ιστοσελίδα e-nafpaktia.gr, υπογραμμίζει την αφοσίωση, τη σιωπηλή θυσία και το αδούλωτο πνεύμα που χαρακτήρισαν τους ανώνυμους ήρωες της αντίστασης. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν ζήτησε τίποτα πέρα από τη δικαίωση των ονείρων του για μια ελεύθερη Ελλάδα.