Του Φώτη Τσαρούχη
Στοχάζεσαι οτ’ είσαι Θέρμιος κι ο νους σου ανατριχιάζει.
Παίρνεις το δρόμο της Αγιάς Τριάδας για να βγεις στ’ Αρχαία και περπατάς όλο το Γολγοθά της αρχαίας ελληνικής σκέψης μαζί με τον Πατροκοσμά τον Αιτωλό -τους ξέρει τους δρόμους αυτός, πολλές φορές πήγαινε να τα πει με τους παππούδες του, να τους ανάψει τ’ αγιόφως και να τους στήσει ένα σταυρό που τόσο περιμέναν.
Κι αποφασίζεις να ξαναπάς, να τους πεις ένα Χριστός Ανέστη, να σκύψεις να νιφτείς απ’ την κρήνη της τέχνης τους, να πλησιάσεις το βουλευτήριο μπας κι αφουγκραστείς κι εσύ κάτι απ’ ό,τι λένε -πως να πας να κάτσεις πάνω σ’ αυτές τις πέτρες, τρέμεις- να περπατήσεις στις στοές, να συναντήσεις κι αυτόν ακόμα, τον Πολύβιο, άμα είσαι τυχερός, σε καμιά γωνιά χωμένο, ίσα ίσα για να θαυμάζει αθόρυβα τους Θερμίους, τις επιφανέσταστες πανηγύρεις τους, τις αγορές τους, το ειρήνεμα τούτου του τόπου, που θα στο μολογήσει κι αυτός, το ζηλεύει λίγο και πως πολύ θα θελε να ζει μόνιμα εδώ, στην Ακρόπολη συμπάσης Αιτωλίας.
Να περάσεις μετά κι απ’ το ναό του Απόλλωνα, να δεις με τι ιερότητα καμώθηκε και με τι τέχνη, πως όλη τους η ζωή κι ό,τι σημαντικό την αφοράει γύρω απο ‘κει κινούνταν, πως είναι κατά πάντα ως δεισιδαιμονέστεροι, πως περιμένουν ορθοί έξω απ’ το ναό και μέσα τον Πατροκοσμά πως και πως να πάει να τους κηρύξει.
Να πετύχεις και τα “Θερμικά”, να θαυμάσεις τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την ομοσπονδία, εδώ φυτρώσαν όλα τούτα. Και σκύβεις και κόβεις ένα κλωνί τους και μοσχοβολάει η γης ολόκληρη κι ο κόσμος όλος.
Και πας… Μα, οι Αιτωλοί δεν είναι εκεί! Οι πέτρες έχουν άλλη όψη, σα να ‘γιναν θαλάσσης ψάμμος.
Τ’ αναθήματα πουθενά, το βουλευτήριο έρμο, δίχως φωνή, δίχως ζωντάνια, η αγορά γεμάτη θανατίλα, ψυχή δεν κυκλοφορεί έξω.
Τ’ αγάλματα κλαίνε με μαύρο δάκρυ μοναχά. Δεν σου βαστάει η καρδιά να τα βλέπεις έτσι και πας κοντά τους.
-Σωπάστε, καλά μου, ποιος σας πείραξε;
Κι αυτά φωνούν μ’ ανθρώπινη λαλιά, μ’ όσο σπαρακτικά μπορούνε, οτ’ έμειναν μονάχα.
Πως τα λησμόνησαν τα ‘γγόνια τους, πως δεν τα στέργουν πια, πως την κληρονομιά τους την αψήφισαν, δε θέλουνε “δημοκρατίες και κουραφέξαλα, φιλοσοφιές και πέτρες”.
-Μα να! για ιδέστε κόσμο που περνά, που ‘ρχέται και σας βλέπει!
-Πως να ρθει, πως να δει, πως να μας περπατήσει;
Μας καταχώνιασαν στη γη, μας πνίξαν, μας πεθάναν, και για ταφόπλακα μας έριξαν ένα χωράφι χόρτα. Χορτ’ αγριόχορτα, βελανιδιές γιομάτοι.
Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Δεν είστε Θέρμιοι εσείς;
Δεν σας γεννάει μάνα;
Πάψαν κι οι τραγωδιές κι οι γέλωτες στο Θέατρο το μεγάλο.
Μόνο σιγή κι αυτή βουβή, να βλέπει ένα ρολόι. Πότε θα ρθει η ώρα πια, με Θέρμιους να γεμίσει.
Μ’ όργανα, με ηθοποιούς και με τραγούδια πάλι.
*Γράφθηκε με αφορμή την εγκατάλειψη του αρχαιολογικού χώρου Θέρμου που αυτόν τον καιρό απασχολεί τους Θερμίους.