O Ιωάννης Καραβίας (1899 – Ιούλιος 1994) ήταν Έλληνας ανώτατος αξιωματικός του πεζικού του ελληνικού στρατού που διακρίθηκε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 καθώς και στις επιχειρήσεις των Συμμάχων στη Μέση Ανατολή και στην Ιταλία κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Γεννήθηκε το 1899 στο Μερδένικο, τη σημερινή Παναγούλα Ξηρομέρου του Νομού Αιτωλοακαρνανίας.
Η οικογένειά του καταγόταν από τον κλάδο της αρχοντικής οικογένειας Καραβία της Ιθάκης και της Ακαρνανίας, με κύριους εκπροσώπους τον ιερομάρτυρα και δάσκαλο του γένους Ευγένιο Καραβία, τον αξιωματικό του Υψηλάντη Βασίλειο Καραβία και τον αγωνιστή Δημήτριο Καραβία (Μισόλιτρο).
Το 1922 ο Ιωάννης Καραβίας αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων ως Ανθυπολοχαγός Πεζικού. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στη στρατιά Θράκης και συμμετείχε στην προσπάθεια για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Τον Οκτώβριο του 1923 συμμετείχε στο επαναστατικό Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδηπου είχε αντιβενιζελικό χαρακτήρα ενώ διατηρούσε επικοινωνία και με τον Ιωάννη Μεταξά.Για τη συμμετοχή του στο κίνημα αυτό καταδικάστηκε από στρατοδικείο, καθαιρέθηκε και αποτάχθηκε από το στράτευμα μαζί με τους υπόλοιπους στασιαστές. Το επόμενο έτος δόθηκε αμνηστία στους επαναστάτες του 1923 και έτσι επανήλθε στην ενεργό στρατιωτική υπηρεσία.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ημέρα κήρυξης του Ελληνοϊταλικού πολέμου (1940-1941) ο Ιωάννης Καραβίας έφερε τον βαθμό του ταγματάρχη και υπηρετούσε στο 3ο γραφείο του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ). Στις 30 Οκτωβρίου, με εντολή του διοικητού του υποστράτηγου Βασίλειου Βραχνού, αναχώρησε προς το Επταχώρι προκειμένου να αποκαταστήσει την επικοινωνία ανάμεσα στο ΤΣΔΜ και το “Απόσπασμα Πίνδου”, το οποίο διοικούσε ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης. Το Απόσπασμα αντιμετώπιζε με πολύ μεγάλη δυσκολία την επίθεση της επίλεκτης ιταλικής μεραρχίας αλπινιστών «Τζούλια», που κατευθυνόταν προς το Μέτσοβο, προκειμένου να υπερκεράσει την ελληνική αμυντική γραμμή του Καλπακίου.
Στις 2 Νοεμβρίου, μετά τον τραυματισμό του συνταγματάρχη Δαβάκη και του αντισυνταγματάρχη Μεσίρη, ο Καραβίας ανέλαβε τη διοίκηση του Αποσπάσματος. Υπό την ηγεσία του δόθηκαν σκληρές μάχες με κατά πολύ υπέρτερες ιταλικές δυνάμεις στη Φούρκα και τα υψώματα Προφήτης Ηλία, Γύφτισσα και Ταμπούρι που στέφθηκαν από επιτυχία για τους μαχητές του Αποσπάσματος. Μετά την ελληνική νίκη, η οποία ήταν η πρώτη ελληνική νίκη στη Μάχη της Πίνδου, οι Ιταλοί αλπινιστές βρέθηκαν αποκομένοι από τον υπόλοιπο στρατό και φοβούμενοι περικύκλωση και καταστροφή οπισθοχώρησαν σε μεγάλη αποδιοργάνωση. Μετά την οπισθοχώρηση των Ιταλών ο Καραβίας ηγήθηκε στρατιωτικών σωμάτων που πολέμησαν μέχρι τον Απρίλιο του 1941 τους Ιταλούς εντός του Αλβανικού εδάφους.
Μετά την επίθεση των Γερμανών στην Ελλάδα και την συνθηκολόγηση, ο Καραβίας κατέφυγε στην Πάρο, τόπο καταγωγής της συζύγου του, Φωτεινής Μαρινοπούλου, κόρη του πολιτικού Σωτηρίου Μαρινοπούλου, και από εκεί διέφυγε στη Μέση Ανατολή. Εκεί διακρίθηκε στις επιχειρήσεις των Συμμάχων και στην Δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν ως υποδιοικητής τάγματος της 1ης Ταξιαρχίας. Στη συνέχεια, διετέλεσε διοικητής του 1ου Τάγματος της 3ης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας του Ελληνικού Στρατού υπό τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο στη Μάχη του Ρίμινι, στην Ιταλία. Ο Καραβίας ηγήθηκε της επίθεσης στο Μοντιλιάνι και τη Μπελαρία και κατόρθωσε να καταλάβει το στρατιωτικό αεροδρόμιο του Ρίμινι ύστερα από σκληρή μάχη, συμβάλλοντας στην κατάληψη της πόλης στις 21 Σεπτεμβρίου 1944. Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1944 ανέλαβε πάλι επιθετικές πρωτοβουλίες εναντίον της Γοτθικής Γραμμής και μετά από σκληρό αγώνα κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Ρουβίκωνα και να προωθηθεί αρκετά χιλιόμετρα εντός του γερμανοκρατούμενου εδάφους. Για τις νίκες αυτές η 3η Ορεινή Ταξιαρχία έλαβε το όνομα Ταξιαρχία Ρίμινι.
Μετά την επιστροφή στην Ελλάδα πολέμησε στα Δεκεμβριανά στην Αθήνα και κατά τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο 1948-1949 ηγήθηκε στρατιωτικών σωμάτων στις εκκαθαρίσεις της Πελοποννήσου και της Ρούμελης, εξοντώνοντας τους καπετάνιους του ΕΛΑΣ «Περδίκα» και «Διαμάντη».
Το 1947 είχε αναλάβει επίσης ως υποδιοικητής και αργότερα διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, έπειτα ανέλαβε διοικητής της 72ης Ταξιαρχίας τα έτη 1948-1949 και διοικητής της 5ης Μεραρχίας Κρήτης (1953). Ειδικότερα το 1953, ανέλαβε την οργάνωση της ασκήσεως «Deep Express-Εωθινός Περίπατος» του Ν.Α.Τ.Ο., η οποία διεξήχθη στον χώρο της Μεσογείου Θαλάσσης, αποσπώντας τα συγχαρητήρια της ηγεσίας της Συμμαχίας. Ο Ιωάννης Καραβίας αποστρατεύθηκε τις παραμονές του Πάσχα του 1955, ενώ ήταν Διοικητής, με το βαθμό του υποστρατήγου στην V Μεραρχία Κρήτης.
Τιμήθηκε με σειρά διακρίσεων, προάχθηκε δύο φορές «επ’ ανδραγαθία», πήρε τρεις φορές το «Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας», το μεγαλύτερο ελληνικό παράσημο, ενώ οι Βρετανοί τον τίμησαν με τό παράσημο «D.S.O.», που είναι το μεγαλύτερο παράσημο που απονέμεται σε ξένους, και τον ονόμασαν «Επίτιμο Αξιωματικό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας». Έγραψε τα βιβλία Αναμνήσεις από τον Πόλεμον (1947) και Η Ζωή ενός στρατιώτη (1978)» και πέθανε το 1994.